-
1 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.